-
1 εἰλι-κρινής
εἰλι-κρινής, ές (εἵλη, also richtiger εἱλικρινής, wie sich in den mss. des Plat. oft findet, s. Schneider zu Plat. Rep. II p. 123), eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft u. ächt befunden, übh. = rein, tadellos; τὸ καϑαρόν τε καὶ εἰλ. Plat. Phil. 52 d; Conv. 211 e; τὸ ἐντὸς ἡμῶν πῦρ εἰλ. ἐποίησαν Tim. 45 b; διάνοια Phaed. 66 a; ψυχή 81 c; τέρψεις, reine Freuden, Isocr. 1, 46; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῠλα εἶναι, unvermischt, Xen. Cyr. 8, 5, 14; von Farben, im Ggstz von κεκραμένα ἑτέροις, Theophr.; – ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῠς Pol. 8, 33, 1; vom Golde, Poll. 7, 98; – sonnenklar, deutlich, ἀδικία Xen. Hem. 2, 2, 3, einzeln bei Sp. – Adv. εἰλικρινῶς, Plat. Conv. 181 c u. öfter.
-
2 εἰλικρινής
εἰλι-κρινής, ές, eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft u. echt befunden, übh. = rein, tadellos; τέρψεις, reine Freuden; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῠλα εἶναι, unvermischt; von Farben, im Ggstz von κεκραμένα ἑτέροις; vom Golde; sonnenklar, deutlich
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek